Σύνοψη Διαλόγοι Καρμηλιτισσών

Παγκόσμια πρεμιέρα: Teatro alla Scala, Milan, 1957.

Francis Poulenc

Λιμπρέττο: Francis Poulenc, after Georges Bernanos

ΠΡΑΞΗ Ι

Παρίσι, Απρίλιος του 1789. Τα πρώτα σημάδια της Γαλλικής Επανάστασης αρχίζουν να δονούν τη χώρα. Ο μαρκήσιος ντε λα Φορς και ο γιός του, ο Σεβαλιέ, είναι ανήσυχοι για τη Μπλανς, την παράτολμη και νευρική αδελφή του Σεβαλιέ, που η άμαξά της σταμάτησε απ’ το πλήθος, καθώς επέστρεφε στο σπίτι τους. Όταν η Μπλανς φθάνει τελικά και ιστορεί τα συμβάντα, δείχνει τον τρόμο που βίωσε όταν βγαίνοντας απ’ το δωμάτιο, πανικοβάλλεται από τη σκιά ενός υπηρέτη. Έντρομη επιστρέφει και ανακοινώνει στον πατέρα της, ότι αποφάσισε να κλειστεί σε μοναστήρι.

Λίγες εβδομάδες αργότερα, στο μοναστήρι των Καρμελιτών της Κομπιέν, η Μπλανς συναντιέται με τη μαντάμ ντε Κρουασί, την ηλικιωμένη και άρρωστη ηγουμένη. Αυτή της ξεκαθαρίζει ότι το μοναστήρι είναι τόπος προσευχής και όχι καταφύγιο. Η ηγουμένη συγκινείται απ’ τη αποφασιστικότητα της Μπλανς, να πορευτεί στη μοναχική ζωή.

Η Μπλανς και η νεαρή αδελφή Κοστάνς συζητούν για τον φόβο του θανάτου. Η νεαρή καλόγρια επιμένει ότι τον έχει ξεπεράσει. Η Μπλανς παραδέχεται ότι ζηλεύει τον άμεσο και δεκτικό χαρακτήρα της αδελφής. Η Κονστάνς σοκάρει την Μπλανς όταν της δηλώνει ότι ξέρει πως θα πεθάνουν νέες και μάλιστα την ίδια ημέρα.

Η μαντάμ ντε Κρουασί κείτεται στο νεκροκρέβατό της και παλεύει να δείξει ηρεμία. Ευλογεί και χειροτονεί τη Μπλανς, το πιο νέο μέλος της ακολουθίας και ορίζει γερόντισσά της, την πιστή μητέρα Μαρία. Την ώρα που προβάλλει ο θάνατος, η ηγουμένη παραδέχεται τον φόβο που νιώθει και πέφτει νεκρή.

ΠΡΑΞΗ ΙΙ

Στο μοναστήρι εκείνο το βράδυ, η Κοστάνς και η Μπλανς, ξενυχτούν τη νεκρή. Η Μπλανς αισθάνεται πανικό και είναι έτοιμη να το βάλει στα πόδια, όταν εμφανίζεται η μητέρα Μαρία. Καταλαβαίνει ότι η Μπλανς είναι τρομοκρατημένη και προσπαθεί να την ηρεμήσει.

Η Κοστάνς ελπίζει ότι η μητέρα Μαρία θα γίνει η επόμενη ηγουμένη. Αναφέρει στην Μπλανς την απορία της... γιατί μια θεοσεβούμενη γυναίκα σαν τη μαντάμ ντε Κρουασί, έπρεπε να πεθάνει με τόσο αγωνιώδη τρόπο; Ίσως, καταλήγει, οι άνθρωποι δεν φεύγουν για τον εαυτό τους μα για τους άλλους. Ίσως κάποια μέρα θ’ ανακαλύψουμε ότι ο θάνατος είναι κάτι απλό.

Η μαντάμ Λιντουάν εκλέγεται νέα ηγουμένη. Στο συνοδικό, απευθύνεται στις μοναχές και κηρύσσει υπομονή και ταπείνωση. Εμφανίζεται ένας επισκέπτης: ο Σεβαλιέ, ο αδελφός της Μπλανς, που εγκαταλείπει τη χώρα. Την προειδοποιεί ν’ αφήσει το μοναστήρι και να επιστρέψει στον πατέρα τους. Η Μπλανς αποκρίνεται ότι το καθήκον της είναι να μείνει με τις αδελφές της.

Στο σκευοφυλάκιο, ο εφημέριος που του έχει απαγορευτεί να λειτουργεί, κάνει την τελευταία του λειτουργία. Οι καλόγριες συζητούν για τον τρόμο που τύλιξε την χώρα και η μητέρα Μαρία αναρωτιέται αν η θυσία είναι το πεπρωμένο τους. Η μαντάμ Λιντουάν τους υπενθυμίζει ότι οι μάρτυρες επιλέγονται απ’ τον Θεό, όχι από τη δική τους βούληση. Ακούγονται χτυπήματα στην πόρτα και οι κραυγές θυμωμένου πλήθους. Δυο κομισσάριοι μπαίνουν και πληροφορούν τις αδελφές ότι θα εκδιωχθούν από το μοναστήρι. Ο ένας, μιλώντας χαμηλόφωνα στη μητέρα Μαρία, της εξηγεί ότι θα κάνει ό,τι μπορεί για να φύγουν ασφαλείς. Μια αδελφή δίνει στην Μπλανς ένα αγαλματίδιο του νεογέννητου Χριστού. Όταν οι κραυγές των επαναστατών αγριεύουν, η Μπλανς χάνει το αγαλματάκι απ’ τα χέρια της και σπάει. Ο οιωνός την τρομοκρατεί.

ΠΡΑΞΗ ΙΙΙ

Στο έρημο μοναστήρι, και με τη μαντάμ Λιντουάν απούσα, η μητέρα Μαρία προτείνει στις μοναχές, να πάρουν ομόφωνη απόφαση μαρτυρίας. Οι καλόγριες, βλέποντας την αντίδραση της Μπλανς, υποπεύονται ότι θα καταψηφίσει. Όταν η κάλπη ανοίγει κι αποκαλύπτει μια αρνητική ψήφο, η Κοστάνς παραδέχεται ότι είναι η δική της και ζητάει να την αλλάξει, έτσι ώστε να όλες πάρουν κοινό όρκο. Η Μπλανς που φοβάται να ζήσει αλλά και να πεθάνει, το σκάει. Οι καλόγριες διώχνονται απ’ το μοναστήρι.

H Μπλανς δουλεύει υποχρεωτικά σαν υπηρέτρια, στο κατασχεμένο αρχοντικό του πατέρα της, που έχει εκτελεστεί στην γκιλοτίνα. Η μητέρα Μαρία την βρίσκει και της ζητάει να επιστρέψει στις αδελφές της. Στο δρόμο, η Μπλανς ανακαλύπτει ότι οι καλόγριες βρίσκονται στη φυλακή.

Στη φυλακή Κονσιργκερί, η μαντάμ Λιντουάν παίρνει κι αυτή τον όρκο του μάρτυρα. Η Κονστάνς λέει ότι ονειρεύτηκε την επιστροφή της Μπλανς. Μπαίνει κάποιος φύλακας και διαβάζει την καταδικαστική απόφαση. Η μαντάμ Λιντουάν ευλογεί τις αδελφές. Όταν η μητέρα Μαρία μαθαίνει απ’ τον εφημέριο ότι οι αδελφές θα εκτελεστούν, θέλει να τις συντροφεύσει, μα ο εφημέριος της υπενθυμίζει ότι είναι απόφαση του Θεού αν θα γίνει μάρτυρας ή όχι.

Το πλήθος έχει μαζευτεί στην πλατεία της Δημοκρατίας. Οι μοναχές των Καρμελιτών με πρώτη τη μαντάμ Λιντουάν, προχωρούν προς την γκιλοτίνα και ψάλλουν το Salve Regina. Με κάθε χτύπημα της λεπίδας, οι φωνές λιγοστεύουν μία-μία. Στο τέλος, απομένει μόνη της η Κοστάνς. Καθώς ανεβαίνει στο ικρίωμα, βλέπει την Μπλανς να ξεχωρίζει απ’ το πλήθος, να τη συνοδεύει στο ψαλμό και να την ακολουθεί στον θάνατο.